- εὐήγορος
- εὐήγοροςspeaking wellmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευήγορος — εὐήγορος, ον (Α) αυτός που λέει καλά, αίσια λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * ηγορος (< αγορεύω), πρβλ. παρ ήγορος, συν ήγορος] … Dictionary of Greek
ευηγορία — εὐηγορία, ἡ (Α) [ευήγορος] 1. καλά λόγια, εγκώμιο 2. ευγενική γλώσσα, προσεγμένη διατύπωση … Dictionary of Greek
ευηγορώ — εὐηγορῶ, έω, δωρ. τ. εὐαγορέω (Α) [ευήγορος] μιλώ καλά για κάποιον, επαινώ … Dictionary of Greek